διαμαρτυρικό

διαμαρτυρικό
το
έγγραφο που συντάσσεται από συμβολαιογράφο για τη διαμαρτύρηση συναλλαγματικής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαμαρτυρικό — το 1. έγγραφο που συντάσσει συμβολαιογράφος και βεβαιώνει τη μη αποδοχή συναλλαγματικής ή γραμματίου ή τη μη εμπρόθεσμη εξόφληση της 2. πληθ. τα διαμαρτυρικά τα έξοδα για τη σύνταξη και επίδοση τού διαμαρτυρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • αδιαμαρτύρητος — η, ο [διαμαρτύρομαι] 1. αυτός που δεν διαμαρτύρεται, αγόγγυστος, υπομονετικός, καρτερικός 2. (Νομ.) «αδιαμαρτύρητη συναλλαγματική», η συναλλαγματική για την οποία δεν συντάχθηκε διαμαρτυρικό …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτυρώ — (Α διαμαρτυρῶ, έω) [μαρτυρώ] 1. συντάσσω και κοινοποιώ το διαμαρτυρικό 2. ενεργώ διαμαρτύρηση, προβαίνω σε διαμαρτύρηση αρχ. καταφεύγω σε διαμαρτυρία …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτυρώ — διαμαρτύρησα, διαμαρτυρήθηκα, διαμαρτυρημένος (γραμμάτιο, συναλλαγματική), συντάσσω διαμαρτυρικό έγγραφο για τη μη αποδοχή ή τη μη έγκαιρη εξόφληση γραμματίου ή συναλλαγματικής: Η τράπεζα διαμαρτύρησε τη συναλλαγματική μου λόγω των πολλών χρεών… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”